Μια ανάρτηση που με συγκίνησε βαθιά και θα ήθελα να την μοιραστώ μαζί σας έκανε πριν λίγες μέρες ένας φίλος φίλου στο facebook. Ο Άκης μιλάει για την ζωή μας πως ήταν παλιά και πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα πάντα από την "'γλυκιά'' δεκαετία του '80 για όσους την έχουν ζήσει..Άκρως συγκινητικό κείμενο για το πως ήταν η ζωή μας χωρίς αυτές τις ανέσεις που έχουμε σήμερα και που πια τις θεωρούμε δεδομένες και πάλι δεν είμαστε ευχαριστημένοι.
Ο φίλος Άκης γράφει:
Σαράντα χρόνια πριν, όταν ήμουν ένδεκα ετών, μέναμε στη Θεσσαλονίκη και οι γονείς μου μάς πήγαιναν διακοπές στη Χαλκιδική και συγκεκριμένα στα Νέα Μουδανιά.
Νοικιάζαμε ένα διαμέρισμα με ένα μεγάλο δωμάτιο και κοιμόμασταν όλοι μαζί, σε παράταξη, αγνοώντας τι σημαίνει connecting rooms με ξεχωριστά μπάνια και διπλούς νιπτήρες.
Ο πατέρας μου, κάθε πρωί, ψώνιζε τρόφιμα από την αγορά και η μητέρα μου μαγείρευε, με τα περιορισμένα μέσα της πολύ μικρής κουζίνας.
Πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνιο στη θάλασσα και μετά, εγώ και ο αδελφός μου κάναμε βόλτες με το ποδήλατο και διαβάζαμε τα βιβλία που είχαμε φέρει μαζί μας ή κόμικς που τα ανταλλάσσαμε με τα άλλα παιδιά.
Μερικα βράδια, βλέπαμε και θερινό κινηματογράφο, από μια παρακείμενη ταράτσα.
Αυτά ήταν όλα!
Δεν είχαμε μαζί μας φορητή τηλεόραση (ασπρόμαυρη, φυσικά, διότι οι έγχρωμες μόλις είχαν εμφανιστεί και τις διέθεταν ελάχιστοι.)
Δεν είχαμε ιδέα τι σημαίνει spa, jacuzzi και υδρομασάζ και ξέραμε ότι πισίνες υπήρχαν μόνο στα μεγάλα ξενοδοχεία.
Δεν είχαμε ηλεκτρονικά παιχνίδια, ούτε επιτραπέζιες κονσόλες, ούτε PSP.
Δεν είχαμε GPS και πηγαίναμε παντού, ρωτώντας.
Δεν είχαμε laptops, tablets και στικάκια. Φυσικά, δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα, ούτε wi-fi! Διότι -όσο κι αν φαίνεται αδιανόητο- δεν υπήρχε internet!
Επομένως, δεν είχαμε facebook για να βλέπει κάθε στιγμή ο καθένας μας πού βρίσκεται ο άλλος, ούτε instagram για να ανεβάζουμε κάθε βουτιά και κάθε ηλιοβασίλεμα.
Η τηλεφωνική επικοινωνία με τους φίλους μας δεν ήταν εύκολη και πηγαίναμε στο ταχυδρομείο για να τους στείλουμε καρτ - ποστάλ!
Αν έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουμε ένα τηλεφώνημα, πηγαίναμε στον Ο.Τ.Ε.
Φυσικά, δεν είχαμε air condition και περνάγαμε αδιαμαρτύρητα τους καύσωνες, με ανεμιστήρες και βεντάλιες.
Ούτε τα αυτοκίνητα είχαν κλιματισμό και κάναμε τις διαδρομές, παστωμένοι μαζί με τις αποσκευές, σα να βρισκόμαστε μέσα σε κινούμενους βραστήρες. Θεωρώντας κάτι τέτοιο απόλυτα φυσιολογικό, απλώς ανοίγαμε τα παράθυρα.
Στις παραλίες, δεν υπήρχαν ξαπλώστρες. Κουβαλούσαμε μαζί μας τις ομπρέλες, τις στήναμε μόνοι μας και στρώναμε ψάθες στην άμμο.
Δεν είχαμε αντηλιακά με υψηλό δείκτη προστασίας. Μόνο, απλό λάδι μαυρίσματος, με άρωμα καρύδας.
Δεν υπήρχαν beach boys που να έρχονται με το πάτημα ενός κουμπιού για να παραγγείλεις, διότι, απλούστατα, δεν υπήρχαν ούτε beach bars. Μόνο μια καντίνα, που ερχόταν στη μακρινή άκρη της παραλίας. Αλλά και πάλι, ελάχιστοι ψώνιζαν από εκεί. Ό,τι χρειαζόμασταν, το είχαμε φέρει μαζί μας, από το σπίτι.
Δεν υπήρχαν delivery. Αν (σπανίως) αποφασίζαμε να φάμε σουβλάκια ή πίτσα, πηγαίναμε μέχρι την πλατεία, τα παραγγέλναμε, περιμέναμε να ετοιμαστούν και τα μεταφέραμε στο σπίτι.
Δεν υπήρχε ο θεσμός των χρυσών σκούφων και οι ελάχιστοι επώνυμοι σεφ της εποχής δε συνήθιζαν να ανοίγουν εστιατόρια στις παραλίες. Η μεγαλύτερη προσδοκία μας σε μια ταβέρνα ήταν να είναι η μαρίδα φρέσκια και η μπριζόλα καλοψημένη.
Γενικότερα, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα από αυτά που σήμερα θεωρούμε απαραίτητες προϋποθέσεις για τις διακοπές μας.
Υπήρχε, όμως αξιοπρέπεια και σεβασμός για τους διπλανούς μας.
Τηρούσαμε αυστηρά τις ώρες κοινής ησυχίας. Κάθε μεσημέρι, μαντρωνόμασταν υποχρεωτικά για δύο ώρες μέσα στο δωμάτιο, όσο και αν εμείς θα θέλαμε ενδεχομένως να τρέξουμε, να φωνάξουμε και να ξεσηκώσουμε με το ποδοβολητό μας όλα τα Μουδανιά.
Όταν ακούγαμε μουσική, διατηρούσαμε την ένταση στο κασετόφωνο χαμηλή, ώστε να μην ενοχλούμε τους άλλους που θα ήθελαν να κουβεντιάσουν ή να διαβάσουν ή απλώς να ηρεμήσουν.
Πηγαίναμε παντού καθαροί, χτενισμένοι και ντυμένοι με ευπρέπεια, φορώντας μπλουζάκια και πουκάμισα, αγορασμένα από συνοικιακά μαγαζιά ή από κάποια βιοτεχνία και όχι ακριβά μοντέλα επώνυμων οίκων.
Τυχόν σκίσιμο στο τζιν σήμαινε βαριά γονική αμέλεια. Tattoo και piercing αποτελούσαν επιστημονική φαντασία.
Όταν σουρούπωνε, μαζευόμασταν και παίζαμε κρυφτό ή κυνηγητό στις αλάνες και γελούσαμε πάρα πολύ.
Ακούγαμε τις αφηγήσεις των παιδιών από άλλες χώρες που είχαν έρθει για διακοπές στην Ελλάδα και εντυπωσιαζόμασταν βαθιά από την οργανωμένη καθημερινότητα που μας περιέγραφαν. Εντυπωσιάζονταν και εκείνα από εμάς, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο.
Οι μεγάλοι έπιναν ουζάκι ή ρετσίνα και συζητούσαν για κοινωνικά και οικογενειακά θέματα καθώς και για τα καθημερινά τους προβλήματά και τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Και νομίζω ότι, στο τέλος, έμενε πάντα μια αίσθηση αισιοδοξίας.
Συνολικά, υπήρχε λιγότερος νεοπλουτισμός, λιγότερο άγχος και μια διάχυτη ησυχία που δημιουργούσε ίσως κάποια πλήξη, αλλά είχε ως αποτέλεσμα πολύ μεγαλύτερη ηρεμία.
Κάποια στιγμή, τελείωναν οι δύο εβδομάδες της "παραθέρισης".
Τότε, παίρναμε -εντελώς αγόγγυστα- το δρόμο της επιστροφής, μαζί με τις ταχυδρομικές διευθύνσεις των καινούργιων μας φίλων, με τους οποίους θα συνεχίζαμε να διατηρούμε επαφή, μέσω επιστολών...
Αυτός ήταν, λοιπόν, ο τρόπος που περνάγαμε τις διακοπές μας, στο παρελθόν.
Σήμερα, σαράντα χρόνια, μετά, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
Αν είναι καλύτερα ή χειρότερα, θα το κρίνει ο καθένας μας.
Αυτό που ελπίζω είναι, σε σαράντα χρόνια από σήμερα, όλα να έχουν προχωρήσει προς μια θετική μόνο κατεύθυνση...