Η Έλενα Ακρίτα συγκλονίζει με την αφήγησή της, ανήμερα της «μαύρης» επετείου της 21ης Απριλίου.αναρτώντας μια ασπρόμαυρη φωτογραφία - ντοκουμέντο, στην οποία απεικονίζεται η μητέρα της να καταδικάζεται σε δέκα χρόνια φυλακή από την Χούντα.
Η συγκλονιστική της αφήγηση:
«Χούντα. Στη φωτογραφία αριστερά η μητέρα μου Σύλβα Ακρίτα το 1967, ακριβώς τη στιγμή που καταδικάζεται σε δέκα χρόνια φυλάκιση από το στρατοδικείο.
Στα 11 μου χρόνια, η Χούντα ήταν το μακρύ ταξίδι μου μέσα στη νύχτα. Παιδί του δημοτικού εγώ με την μητέρα μου ήταν ηγετικό στέλεχος στην αντιστασιακή οργάνωση Πατριωτικό Μέτωπο. Συνελήφθη, δικάστηκε από το στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κάθειρξη στις φυλακές Κορυδαλλού.
Μια από τις ευθύνες της μητέρας μου ήταν να βρίσκει ασφαλή σπίτια-κρυψώνες για τους κυνηγημένους αγωνιστές και να τους μεταφέρει με
το αυτοκινητό της από κρυψώνα σε κρυψώνα τηρώντας όλους τους συνωμοτικούς κανόνες.
Θυμάμαι η μητέρα μου μού κούρεψε το μαλλί για να μη φαίνεται αν είμαι κοριτσάκι ή αγοράκι. Ανάμεσα στους αγωνιστές αυτούς ήταν ο Κώστας Φιλίνης μεγάλη μέγιστη φυσιογνωμία, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Αντώνης Μπριλάκης, ο Μίκης ο Θεοδωράκης.
Θυμάμαι το εξής κωμικοτραγικό. Έχουμε κάνει τη μεταφορά του Μίκη από σπίτι ‘καρφωμένο’ στην Ασφάλεια σε νέα κι ασφαλή κρυψώνα. Ο Μίκης ως γνωστόν είναι δύο μέτρα άνθρωπος. Ένας θεός ξέρει πώς τον…στουμπώσαμε κακήν κακώς σε ένα τόσο δα Μίνι Μόρις, κατακαλόκαιρο ντάλα. Τον στριμώχνουμε στο πίσω κάθισμα τον καλύπτουμε μια κουβέρτα κι εγώ κοριτσάκι πατάω πάνω του για να μην φαίνεται, αν πέσουμε σε μπλόκο. Πώς επέζησε ο άνθρωπος απορίας αξιον», τονίζει η Έλενα Ακρίτα.
Και συνεχίζει στην συγκλονιστική της αφήγηση: «Στα κοντινά σπίτια με έστελναν εμένα σε καθημερινή βάση με κατσαρολάκια φαγητό για τους για τους αντιστασιακούς.
Και κάτι άγνωστο εντελώς. Τότε όπως γνωρίζουμε, οι ειδήσεις στην γερμανική Ντόιτσε Βέλε ήταν παράνομες. Τα νέα στέλνονταν από την Ελλάδα ηχογραφημένα με την δική μου παιδική φωνή.. Τότε δεν υπήρχαν τα μηχανήματα αναγνώρισης, αλλά σκέφτηκαν στην οργάνωση ότι μια παιδική φωνούλα τρέχα γύρευε για να την εντοπίσεις. Για πολύ καιρό, έτσι τα στέλναμε στη Ντόιτσε Βέλε.
Αργότερα μαζί με τον παππού επισκεπτόμουν την μαμά μου πρώτα στο κρατητήριο της Ασφαλείας και μετά στις φυλακές Κορυδαλλού. Θυμάμαι σαν χτες τους ασφαλίτες Λάμπρου, Θεοφυλογιάννακη και Μπάμπαλη να με τρομοκρατούν μικρό παιδάκι, λέγοντας πως αν δεν πείσω τη μάνα μου να μιλήσει (που δεν μίλησε) θα την εκτελέσουν ως προδότρια του Έθνους. Κι ότι επειδή πριν δυο χρόνια πέθανε ο πατέρας μου
θα εμένα ‘πεντάρφανη’ – θυμάμαι και τη λέξη ακόμα. «Θα σκοτώσουμε τη μανούλα» έτσι μου το είπανε και δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Αυτή ήταν η Χούντα και αυτές είναι η χούντες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Κι όσοι δεν ξέρουν τι τους γίνεται, καλό είναι να μην την πιάνουν τόσο χαλαρά στο στόμα τους».